Το ιστορικό χωριό Σαμονίβα Σουλίου και όχι Σαμονίδα, όπως, κατά παραφθορά, λέγεται και γράφεται, βρίσκεται κτισμένο ανάμεσα από το επιβλητικό κάστρο της Κιάφας και το μαρτυρικό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής του Κουγκίου.
Πρόκειται για ένα χωριό με λίγους κατοίκους, που κατά κύριο λόγο ασχολούνται με την κτηνοτροφία.
Το τοπίο, είναι σχεδόν ερημικό και ίσως, αν η ακοή είναι σε εγρήγορση, κυρίως η ψυχική και λιγότερο η σωματική, ακουστεί το ανατριχιαστικό βουητό του Αχέροντα.
Τιτιβίσματα μικρών πουλιών, ο διάφανος ήχος σφυριγμάτων από κτηνοτρόφους, το ποδοβολητό των κατσικιών και νότες, που συνθέτουν το σκηνικό μιας ολάκερης περιοχής, μας διαπερνούν.
Η καρδιά μας ρουφάει το άλγος, που στέλνουν τα γρανιτένια βράχια και τα φαράγγια, που δακρύζουν και στάζουν τον πόνο και τον κόπο, αλλά ταυτόχρονα αποκωδικοποιούν και το μεγαλείο.
Τα χώματα και οι πέτρες αντανακλούν και ανασαλεύουν το θρύλο των Σουλιωτών, που κρατάει τις συνειδήσεις όρθιες.
Αγναντεύουμε το κάστρο που ‘χτισε ο Αλή πασάς, για να στενέψει και να ξεπαστρέψει τους ελεύθερους αετούς του Σουλίου.
Αλλά μπροστά μας προβάλλουν, πλημμυρισμένα από νοσταλγία, και τ’ άπαρτα κάστρα. Ο Αβαρίκος, η Κιάφα, το Κούγκι.
Σε μικρή απόσταση, από το σημείο, που στεκόμαστε, αργοδιαβαίνουν αγελάδες, πρόβατα και γἰδια. Που και που και κανένας άνθρωπος, σαν αραχνοΰφαντη σκιά, αλλά πλανώνται στον αέρα, που χύνεται σαν καταρράχτης στα ερείπια, και οι μορφές των ηρώων και την ηρωίδων του Σουλίου, που λάμπουν από την ομορφιά της αιωνιότητας.
Φεύγοντας, έδυσε ο ήλιος πλέον, από τη Σαμονίβα, κοιτάζουμε προς τη βουνοκορφή και ακόμη πιο πάνω, προς τον ουρανό, τον ουρανό του Σουλίου, που, αν και ηττήθηκαν οι νικητές Σουλιώτες, έμεινε ασκλάβωτος.
Ηλίας Μάκος