Του π. Ηλία Μάκου
Βούιξαν οι χαράδρες της Πίνδου από τις κανονιές. Ανασκάφτηκαν οι κορυφές από τη βροχή των οβίδων.
Κύματα το ένα κατόπιν του άλλου ορμούν ορμούν εναντίον των Ελλήνων οι Ιταλοί. Γιατί δεν πέτυχαν το σκοπό τους; Γιατί, όπως πολλοί από αυτούς το είπαν τότε, τους Έλληνες στρατιώτες τους προστάτευε η Παναγία, η στοργική μας Παναγία. Ο
Αντήχησε γενναία, ατρόμητα το ΟΧΙ των Ελλήνων. Δυνατό, αλύγιστο, φοβερό για τον εχθρό.
Το πήρε ο αέρας και το πήγε παντού.
Το έπος του 1940 είναι το μεγαλύτερο σάλπισμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας για την πίστη και την ανδρεία του Έλληνα. Ένα σάλπισμα, που δεν σταμάτησε ποτέ…
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ
Οι Γυναίκες της Πίνδου αναδείχθηκαν αθάνατες ηρωίδες, που κουβαλούσαν σε χιονισμένες κορυφές στις πλάτες τους πυρομαχικά, και συντέλεσαν στο μεγαλείο του “ΟΧΙ.
Αγώνας για τη νίκη ήταν το έπος του Όχι, στο οποίο συνετέλεσαν και οι αξέχαστες Γυναίκες της Πίνδου.
Μια νίκη, που άρχισε από την άρνηση παράδοσης στον εχθρό κι έγινε άτρομη, άνιση πάλη με σύνθημα: “Αέρα”.
Μια νίκη, που πέρασε και από την Πίνδο και ανάσκαψε το χώμα της και το έβαψε με το χρώμα της και το γέμισε με της δάφνης το σπάνιο μύρο, που το οσμίστηκε η οικουμένη κι είπε: “Πολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί είσθε Έλληνες”.
Η πατριωτική ορμή και φλόγα ενέπνεε και πυρπολούσε τις γυναίκες της Πίνδου, όπως και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες.
Πάνω στης Πίνδου τις κορφές συντελέστηκαν θαύματα.
Στο Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, αναφέρεται:
“Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε ότι κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα, για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!».
Και καλούμαστε εμείς οι σημερινοί Έλληνες να είμαστε οι ευτυχείς λαμπαδηφόροι της ιδέας της πατρίδας. Οι φρουροί, οι προστάτες, οι υπερασπιστές της. Οι ασπίδες της. Τι χρέος, τι τιμή!
Λένε μερικοί ότι άλλοτε είχαν οι Έλληνες περισσότερο πατριωτισμό. Όχι! Δεν το πιστεύουμε. Και όταν οι ανάγκες το απαιτήσουν, μακάρι να μην το απαιτήσουν ποτέ πια, θα αποστομωθούν.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΑΒΑΚΗ
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του μεγαλόπνοου νικητή της Πίνδου Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Μόνος, χωρίς στρατιώτες (!), κατήρτιζε “διμοιρία” από το βοηθητικό προσωπικό του γραφείου του και του μαγειρείου (!!!), επάνω στα τρομερά όρη, για να αντιμετωπίσει τις Ιταλικές μεραρχίες.
Το σάλπισμα παραμένει πάντοτε το ίδιο όχι μόνο σε πολέμου καιρό, μα και πάντα: ΄Ελληνες προχωρείτε!… Προχωρείτε…!
Το σάλπισμα “Έλληνες προχωρείτε” δεν σταματάει ποτέ. Ας οξύνουμε τ’ αυτιά μας να το ακούμε.
Και τα λόγια, που έγραψαν το 1940 οι ξένοι στις εφημερίδες τους για τον μεγαλειώδη άνισο αγώνα μας, που απέδειξε ότι “πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων, οι οποίοι προ τριών και πλέον χιλιάδων ετών κατατρόπωσαν τους βαρβάρους και έσωσαν την Ευρώπη”, ας φιλοδοξούμε να το γράφουν και να το λένε πάντα, σ’ ειρήνη και σε πόλεμο. “Ότι πρόκειται περί των ιδίων Ελλήνων”! Ο καλύτερος τίτλος τιμής. Το ίδιο σάλπισμα και οι ίδιοι Έλληνες. Δεν είναι υπέροχο;
ΕΚΑΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΄40
Στο βιβλίο της Μαρούλας Παπαευσταθίου-Τσάγκα “Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, Κατοχή, Εθνική Αντίσταση(1940-1944)-100 Ιστορικές Προφορικές Μαρτυρίες» (2 τόμοι), εκτός από τις ενθυμήσεις τόσων πολλών ανθρώπων, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έζησαν τα γεγονότα , περιλαμβάνονται και επιστολές. Τόσο οι μαρτυρίες όσο και οι επιστολές είναι συγκλονιστικές.
Και περιγράφουν καθάρια, μέσα από τα βιώματα πρωταγωνιστών, που έζησαν στο πετσί τους τα γεγονότα, τον σκληρό αγώνα των μαχητών του ‘ 40 για μια ελεύθερη Πατρίδα, καθώς και για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και αποκαλύπτουν το μεγαλείο της ψυχής τους.
Διασώζονται στις μέλλουσες γενεές, όχι ως «παραμύθι», αλλά ως συντελεσμένο κατόρθωμα, λαμπρές σελίδες του Έθνους, που πάντοτε μπορούν να εμπνέουν και να καθοδηγούν.
Συνειδητοποιούμε ότι η Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, έκανε βήματα προς τα εμπρός, αυτά, που δημιουργούν την καινούρια ζωή.
Και αυτό με μεγάλο τίμημα. Οι νέοι ήρωές μας άφησαν τα κόκκαλά τους ή μέλη του σώματός τους στα πεδία των μαχών, σαν αθάνατα σύμβολα της παρουσίας και της μάχης, εκεί που καλεί η τιμή και το δίκιο.
Οι νεκροί του ’40 μας διοχετεύουν συνεχώς μέσα από το λειτουργικό και ευαίσθητο κέντρο της θυσίας τους και το αποτίμημα του αγώνα τους και την εκπλήρωση του χρέους τους ότι παραμένουν ζωντανοί φρουροί της ιδέας της Πατρίδας, αλλά και υψωμένα σύμβολα φωτός στο χώρο της αθανασίας, που δείχνουν στους σύγχρονους Έλληνες το καθήκον τους.
ΗΤΑΝ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΙΖΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ ΄40
Πριν δύο χρόνια (2022) έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρη Κάλμπαρη, που αγωνίστηκε γενναία στο απόρθητο ύψωμα 731 των βορειοηπειρωτικών βουνών, όπου έγινε η πιο καθοριστική μάχη του πολέμου από το τάγμα του Δημήτρη Κασλά, που ανήκε στο Θεσσαλικό 5ο Σύνταγμα.
Παρά τις λυσσώδεις και αλλεπάλληλες επιθέσεις επί 15 ημέρες (9 – 24 Μαρτίου) και την ισοπέδωση της κορυφής του Υψώματος, που, εξαιτίας της σφοδρότητας των βομβαρδισμών, σκάφτηκε ολόκληρο κατά πέντε μέτρα, οι ελληνικές δυνάμεις, που υστερούσαν αριθμητικά, αλλά και σε πολεμικά μέσα, έμειναν αλύγιστοι.
Ο πρώην υπουργός Γιώργος Σούρλας, πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 – 41 και από τους βασικούς συντελεστές της προσπάθειας να εντοπιστούν και να ταφούν τα οστά των στρατιωτών, που ήταν σκορπισμένα σε χαράδρες και λαγκάδια, είχε καταγράψει, σε συζήτηση τις αναμνήσεις του.
Τότε εξέφρασε τον πόνο γι’ αυτούς που έπεσαν στα πεδία των μαχών, μένοντας εκεί για πάντα και μίλησε για τη φρίκη του πολέμου και για τα κρυοπαγήματα, που οδήγησαν σε αναπηρίες και θανάτους.
Αλλά και για την πείνα και διηγήθηκε απίστευτες ιστορίες, όπως για το σκοτωμένο άλογο, που τον κράτησε με το κρέας του στη ζωή έναν και πλέον μήνα, αλλά και για το μέλι, που έτρωγαν από τις κυψέλες μαζί με τις μέλισσες, και για τις φλούδες των δέντρων, που τις χρησιμοποιούσε ως φαγητό.
Δεν παρέλειψε, όμως, να πει και το παράπονο για τα όσα έζησε μετά την επιστροφή του από το μέτωπο, καθώς τον απέλυσαν από τον τομέα καθαριότητας του δήμου Βόλου, όπου εργαζόταν, λόγων πολιτικών φρονημάτων.
Δυστυχώς οι ήρωες του ’40 δεν είχαν την αντιμετώπιση, που τους άξιζε, αλλά ο ηρωισμός τους είναι αδήριτη ανάγκη να μην λείψει στις ημέρες μας.
Και μέσα από τους τάφους τους μας φωνάζουν ότι αγωνίστηκαν για να αποκρουσθεί ο εξωτερικός επιδρομέας, για να γλιτώσει η Ελλάδα από τις μαύρες αλυσίδες της σκλαβιάς.
Αλλά αγωνίστηκαν και για να μη γυρίσει ποτέ η Πατρίδα σε τέλματα νοσογόνα, που έδωσαν -και δίνουν, δυστυχώς μέχρι τώρα, χώρο για καταστάσεις οπισθοδρόμησης.
Το τίμιο αίμα, που έχυσαν, δεν ήταν προσφορά για να τραφεί η σαπίλα, η συναλλαγή, οι κουτοπόνηροι μικροϋπολογισμοί, η αδικία, η διαφθορά.